ulcer - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ulcer - translation to ρωσικά


ulcer         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Ulcers; Ulcerated; Ulcus; Anabrosis; Ulser; Ulcerative; Post-thrombotic pre-ulcer stage; Varicose with varicose eczema ulcer; Traumatic ulcer; Chronic ulcer; Hydroxyurea-induced ulcers; Ulceration; Skin ulceration

['ʌlsə]

общая лексика

язвина

медицина

язва

существительное

['ʌlsə]

общая лексика

источник зла

морального разложения

медицина

язва

в переносном значении

зло

синоним

ulcerate

ulcer         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Ulcers; Ulcerated; Ulcus; Anabrosis; Ulser; Ulcerative; Post-thrombotic pre-ulcer stage; Varicose with varicose eczema ulcer; Traumatic ulcer; Chronic ulcer; Hydroxyurea-induced ulcers; Ulceration; Skin ulceration
ulcer noun язва; fig. тж. зло
ulcerative         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Ulcers; Ulcerated; Ulcus; Anabrosis; Ulser; Ulcerative; Post-thrombotic pre-ulcer stage; Varicose with varicose eczema ulcer; Traumatic ulcer; Chronic ulcer; Hydroxyurea-induced ulcers; Ulceration; Skin ulceration

['ʌls(ə)rətiv]

медицина

язвенный

прилагательное

медицина

язвенный

Ορισμός

ulcer
(ulcers)
An ulcer is a sore area on the outside or inside of your body which is very painful and may bleed or produce an unpleasant poisonous substance.
...stomach ulcers.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Ulcer
An ulcer is a discontinuity or break in a bodily membrane that impedes normal function of the affected organ. According to Robbins's pathology, "ulcer is the breach of the continuity of skin, epithelium or mucous membrane caused by sloughing out of inflamed necrotic tissue.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ulcer
1. "Together they found that the organism was present in almost all patients with gastric inflammation, duodenal ulcer or gastric ulcer.
2. They found that the bacterium colonises the stomach and was present in almost all patients with gastric inflammation, duodenal ulcer or gastric ulcer.
3. Marshall suffered inflammation, which can lead to an ulcer.
4. McCLELLAN:Â I‘m not sure –– familiar with this ulcer drug.
5. McCLELLAN:В Im not sure -- familiar with this ulcer drug.
Μετάφραση του &#39ulcer&#39 σε Ρωσικά